Χριστούγεννα στην Παιδόπολη
Γιώτα Κούγιαλη*
Ο βοριάς κατέβηκε σφυρίζοντας από τις κορυφές του Ολύμπου και σάρωσε με την παγωμένη του ανάσα το θεσσαλικό κάμπο. «Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει»… Η Ελπίδα έσφιξε με ξυλιασμένα τα δάχτυλα από το κρύο τη χοντρή μάλλινη κάπα στο σώμα της, καθάρισε τα μάτια της από τις πλατιές νιφάδες του χιονιού που με φόρα πασπάλιζαν το πρόσωπό της και με προσοχή προχώρησε στο ανοιγμένο δρομάκι που ξεδιπλώνονταν μπροστά της. Πίσω της προχωρούσε η φίλη της η Σοφία. Γύρισε και την κοίταξε. Το χιόνι είχε κάνει μία άσπρη κορυφή στην κουκούλα της. «Σαν κουραμπιές με πόδια είσαι», την πείραξε. «Ναι, είμαστε δυο κουραμπιεδάκια», γέλασε εκείνη και έσκυψε να φτιάξει μία χιονόμπαλα. Δεν πρόλαβε όμως γιατί μπροστά τους εμφανίστηκε η δεσποινίς Νόνη, η ομαδάρχισσά τους. «Ακόμη εδώ είστε εσείς; Η πρόβα για τη γιορτή έχει κιόλας αρχίσει». Τα κορίτσια έσκυψαν υπάκουα το κεφάλι και επιτάχυναν το βήμα. Χριστούγεννα του 1963, στην Παιδόπολη της Λάρισας. Παιδόπολη, πόλη για παιδιά∙ ίδια φουστανάκια, ίδια πουλόβερ, ίδιο παλτό, ίδιος και ο ήχος από τα πέταλα που ήταν καρφωμένα στα μαύρα τους σκαρπίνια, ως εγγύηση μακροζωίας των υποδημάτων. Πιασμένα χέρι-χέρι οδηγούνταν μερικές φορές στους δρόμους της πόλης είτε για να πάνε σε κάποια εκδήλωση είτε για να δουν κάποιο έπος στον κινηματογράφο. Το πέρασμά τους έτσι και αλλιώς δεν περνούσε απαρατήρητο, ο κόσμος τα έπαιρνε είδηση ή από το τραγούδι που έλεγαν όλα μαζί ή από το ρυθμικό χτύπημα των μεταλλικών πετάλων στο οδόστρωμα. Όσοι είχαν εξοικειωθεί με την εικόνα, χαμογελούσαν στο διάβα των παιδιών, ίσως και κάποιοι να άπλωναν το χέρι τους να χαϊδέψουν κεφαλάκι. Παιδόπολη «Απόστολος Παύλος»∙ ένα συγκρότημα κτηρίων αρκετά έξω από την πόλη. Μία μικρή νησίδα θηλέων στη μέση απέραντων καλλιεργημένων εκτάσεων. Τριακόσια περίπου κορίτσια μακριά απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Ήταν η πρώτη χρονιά που η Ελπίδα βρισκόταν στο ίδρυμα και όλα της φαίνονταν πρωτόγνωρα. Είχε κιόλας φτάσει η παραμονή της μεγάλης γιορτής. Ένα πανύψηλο αληθινό έλατο στολισμένο με γυαλιστερές πολύχρωμες μπάλες και βαμβάκι για χιόνι δέσποζε στη μεγάλη αίθουσα. Έτρεξε να ντυθεί. Απόψε η πρόβα θα γινόταν κανονικά, όπως ακριβώς θα γινόταν στη γιορτή. Θα φορούσαν τις στολές, θα έλεγαν σωστά τα λόγια τους, θα έπαιζαν το ρόλο τους τέλεια, σαν να είχαν μπροστά τους κοινό. Φόρεσε το μακρύ άσπρο φουστανάκι και η δεσποινίς Νόνη στερέωσε στην πλάτη της δύο μεγάλα άσπρα φτερά. Και την προηγούμενη χρονιά, στο χωριό της αγγελουδάκι είχε ντυθεί. Αφτέρουγο όμως. Τα φτερά των παιδιών τα φτιάχνουν οι μανάδες και η δική της ήταν άρρωστη, τίποτε δεν μπορούσε να κάνει∙ την κοίταζε μόνο, με τα μεγάλα λυπημένα μάτια της, με την αγωνία να τρυπά τη σκέψη της, «πώς θα μεγαλώσει αυτό το παιδάκι μοναχούλι;» Η δεσποινίς Νόνη της έδωσε μία μικρή ώθηση στην πλάτη. «Να τα πεις καλά, πρόσεχε». Η Ελπίδα βρέθηκε στο κέντρο της σκηνής. «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη…» ψέλλισε ντροπαλά. Πόσο ήθελε να αρχίσουν να κουνιούνται οι μεγάλες της φτερούγες, να σηκωθεί ψηλά, να κάνει δυο τρεις γύρους πάνω από τα κεφάλια όλων και ύστερα να πετάξει, να γυρίσει στο πατρικό της. Το ήξερε, δε θα έβρισκε τη μάνα της πια εκεί, θα είχε όμως όλους τους άλλους. Το χειροκρότημα τη συνέφερε. Πότε τέλειωσε κιόλας η πρόβα; Απόψε θα κοιμόντουσαν νωρίτερα από το κανονικό, για να μπορέσουν να σηκωθούν το πρωί για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Μπάνιο και ύπνο χωρίς καθυστέρηση. Το ίδρυμα δεν είχε εκκλησία, είχε όμως ιερό χτισμένο την ανατολική πλευρά του δημοτικού σχολείου. Άνοιγαν τις πόρτες, τύπου φυσαρμόνικας, σε δύο σχολικές αίθουσες και έτσι καλύπτονταν οι ανάγκες. Μόνο οι εικόνες των αγίων από τους τοίχους έλειπαν, όλα τα άλλα υπήρχαν. Τη θέση των ψαλτάδων την έπαιρναν οι καλλίφωνες «μεγάλες», κορίτσια που είχαν τελειώσει το δημοτικό. Ο παπάς θα ερχόταν ανήμερα από την πόλη. Θα τον έφερνε ο οδηγός με το τζιπάκι της Παιδόπολης. Δεν είχε χαράξει ακόμη η μέρα όταν το κουδούνι χτύπησε δυνατά τρεις φορές. Ώρα να ξυπνήσουν. Όλα έπρεπε να τηρηθούν με στρατιωτική πειθαρχία. Να τινάξουν τα σεντόνια τους, να φακελώσουν τέλεια τα κρεβάτια με τις κουβέρτες. Να ντυθούν, τα παπούτσια να αστράφτουν, να πλύνουν το πρόσωπο και τα δόντια. Nα πάνε κατευθείαν στην εκκλησία. Έξω, άσπρη η νύχτα, όλα σκεπασμένα με χιόνι. Η Ελπίδα φύσηξε τις χούφτες της να ζεσταθούν κι έτρεξε γρήγορα προς το Δημοτικό. Έτσι όπως ήταν αδυνατούλα κατάφερε να τρυπώσει ανάμεσα στα μεγαλύτερα κορίτσια και να πάρει θέση κοντά σε μία από τις δύο σόμπες που ζέσταιναν το χώρο της αυτοσχέδιας εκκλησίας. Οι αγγελικές φωνές των κοριτσιών που έψελναν τη γέμισαν με χαρμόσυνη διάθεση. Από τα μεγάλα τετράγωνα παράθυρα της τάξης – εκκλησίας έβλεπε τα παγωμένα «σπαθιά» που κρέμονταν από τη χιονισμένη σκεπή. Αναστέναξε. Τέτοια σπαθιά θα έβλεπε και από το παράθυρο του σπιτιού της, αν ήταν εκεί. Όσα παιδιά είχαν εξομολογηθεί, έκαναν σειρά μπροστά στο ιερό για να κοινωνήσουν. Όταν όλοι πήραν το αντίδωρο βγήκαν έξω και έκαναν σειρές κατά ομάδες. Η ομάδα της λεγόταν «Όλυμπος». Τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο, έκαναν έπαρση της σημαίας και κατευθύνθηκαν στην τραπεζαρία. Μπήκαν μέσα μία – μία. Πρώτα κατάπιαν μία κουταλιά μουρουνόλαδο και μετά κάθισαν στη θέση τους για το πρωινό. Η αρχηγός της Παιδόπολης πήρε το λόγο, τους ευχήθηκε χρόνια πολλά και τους έδωσε οδηγίες για τη γιορτή. Θα έρχονταν επίσημοι καλεσμένοι να την παρακολουθήσουν, έπρεπε να γίνουν όλα τέλεια. Αν όλα πήγαιναν καλά, μέσα στις γιορτές θα είχαν «έξοδο», να πάνε στη Λάρισα να δουν στον κινηματογράφο την «Αργοναυτική εκστρατεία». Υπήρχε μάλιστα η περίπτωση να έρθουν αργότερα και τα αγόρια από την Παιδόπολη «Αγία Σοφία», από την Αγριά Βόλου, και να κάνουν όλοι μαζί μία γιορτή με χορό, μουσική και τραγούδια. Τα νέα ξεσήκωσαν κύματα χαράς και ενθουσιασμού. Όλα τέλεια έγιναν, όλα δούλεψαν σωστά, σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Με το τέλος της γιορτής κουραμπιέδες και μελομακάρονα προσφέρθηκαν σε όλους. Οι ομαδάρχισσες όρισαν ποια κορίτσια θα τακτοποιούσαν το χώρο. Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν ελεύθερα ως το μεσημεριανό φαγητό. Οι δύο φίλες πήγαν στο θάλαμό τους, ήθελαν να συζητήσουν τι δώρο να ζητήσουν από τον Άγιο Βασίλη. Έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα σε κάλτσες, γάντια ή βιβλίο. Αυτά μόνο μπορούσε να φέρει ως εκεί ο δικός τους Άγιος. Παιδόπολη της Λάρισας, Πρωτοχρονιά του 1964. Ακόμη δεν είχε χτυπήσει εγερτήριο, αλλά η μικρή άνοιξε τα μάτια και αυτόματα πετάχτηκε επάνω. Στα χέρια της ακόμη κρατούσε τα φουντούκια που είχε κερδίσει στο παιχνίδι «Πάρτα Όλα» το προηγούμενο βράδυ, της παραμονής του νέου χρόνου. Είχανε δώσει από δέκα φουντούκια στην κάθε μία και ανά πέντε κορίτσια μία πολύεδρη σβούρα «Πάρτα Όλα». Στάθηκε τυχερή, κατάφερε να διπλασιάσει σχεδόν το …θησαυρό της. Έτριψε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της. Ο Άγιος είχε περάσει από το «νησάκι» τους! Στην άκρη των κρεβατιών, στα πόδια των παιδιών βρισκόταν από ένα δωράκι, τυλιγμένο σε πολύχρωμο χαρτί. Σκούντησε τη Σοφία να την ξυπνήσει και άνοιξε ανυπόμονη το δικό της. «Οι μύθοι του Αισώπου»! Αυτό ήταν το πρώτο, καταδικό της βιβλίο. Ένα βιβλίο που τη γέμισε απέραντη χαρά. Το κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της και ένιωσε ευτυχισμένη, το έκανε μαξιλάρι της και είδε όνειρα, φυλλογύρισε τις σελίδες του και η ζωή φάνταξε μπροστά της όμορφη και ελπιδοφόρα. Ελπίδα∙ όπως το όνομά της!
* Η Γιώτα Κούγιαλη είναι Συγγραφέας,
Εκπαιδευτικός,
μέλος του Συλλόγου Αποφοίτων Παιδοπόλεων.